- χορεῖον
- χορ-εῖον, τό,A dancing-place, Zonar.; = βωμός τις, Hsch.: of a place of torture, LXX 4 Ma.15.20.2 = αὔλημα, Hsch.; = διδασκαλεῖον, Id. (sed. leg. χορ<ηγ>εῖον).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορεῖον — dancing place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορείον — τὸ, ΜΑ βλ. χορείος … Dictionary of Greek
χόρειον — χορεῖος of masc acc sg χορεῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορεῖα — χορεῖον dancing place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορείοις — χορεῖον dancing place neut dat pl χορεῖος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορείου — χορεῖον dancing place neut gen sg χορεῖος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορείων — χορεῖον dancing place neut gen pl χορεῖος of fem gen pl χορεῖος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορείῳ — χορεῖον dancing place neut dat sg χορεῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορείος — ο / χορεῑος, εία, εῑον, ΝΜΑ, αρσ. και χόριος Α το αρσ. ως ουσ. ο χορείος και ὁ χορείος (στην αρχ. μετρική) τρίβραχυς ή τροχαίος μετρικός πους μσν. αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορεῑον τόπος όπου χορεύουν,… … Dictionary of Greek